νηλίπους

νηλίπους
νήλιπος
unshod
masc/fem acc pl
νηλίπους
unshod
masc/fem nom/voc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νηλίπους — νηλίπους, ὁ και ἡ (Α) ξυπόλυτος, ανυπόδητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλίπους προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο *νηλιπόπους (< νήλιπος* + πούς) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς < *αμφιφορεύς) ή έχει σχηματιστεί < νήλιπος* με επίδραση τής λ. πούς] …   Dictionary of Greek

  • νηλίποδος — νηλίπους unshod masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηλίπος — νηλίπους unshod masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηλίπουν — νηλίπους unshod masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήλιπος — νήλιπος, ον (Α) νηλίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α συνθετικό το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό τη λ. ἦλιψ* «είδος δωρικού παπουτσιού» (βλ. και λ. νηλίπους)] …   Dictionary of Greek

  • ήλιψ — ἦλιψ, ὁ (Α) δωρικό υπόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ως β συνθετικό απαντά στις λ. νηλίπους*, νήλιπος*«ξυπόλυτος»] …   Dictionary of Greek

  • νηλίπεζος — νηλίπεζος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀνυπόδητος, γυμνόπους». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *νηλιπόπεζος < νήλιπος* + πεζος (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πούς) με απλολογία (πρβλ. τετράπεζα > τράπεζα) βλ. και λ. νηλίπους] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”